- ἀνοχῶν
- ἀνοχέωraise uppres part act masc nom sg (attic epic doric)ἀνοχήholding backfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανοχή, κατασκευαστική — Ένα σύνολο τιμών που καθορίζεται από δύο όρια (ανώτερο και κατώτερο), μέσα στο οποίο μπορεί να κυμανθεί η διαφορά μεταξύ της διάστασης του σχεδίου ενός προς κατασκευή τεμαχίου και της διάστασης που πραγματικά επιτεύχθηκε κατά την κατασκευή. Η… … Dictionary of Greek